- εξατομικεύω
- [ατομικεύω]δίνω σε κάτι ή κάποιον ατομικά χαρακτηριστικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξατομικεύω — εξατομικεύω, εξατομίκευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξατομικεύω — εξατομίκευσα, εξατομικεύτηκα, εξατομικευμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ατομικό, το συμμορφώνω προς τις ιδιότητες κάποιου ατόμου. 2. (νομ.), φρ., «εξατομικεύω ποινή», καθορίζω και επιβάλλω ποινή όχι μόνο ανάλογα με το έγκλημα καθαυτό, αλλά και ανάλογα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξατομίκευση — η [εξατομικεύω] 1. η απόκτηση ατομικών, ξεχωριστών χαρακτηριστικών από κάποιον 2. φρ. «εξατομίκευση ποινής» η επιβολή ποινής ανάλογα με το έγκλημα που έχει διαπραχθεί αλλά και με την προσωπικότητα τού εγκληματία … Dictionary of Greek
μονάζω — (ΑΜ μονάζω) [μόνος] 1. είμαι ή απομένω μόνος 2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύω μσν. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσα α) μοναχός, καλόγηρος β) μοναχή, καλόγρια μσν. αρχ. ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιά… … Dictionary of Greek
νεολογισμός — Καινούργια λέξη ή έκφραση που έχει εισαχθεί σε μια γλώσσα. Ενώ οι κατασκευές λέξεων από το μηδέν (π.χ. Kodak, που θέλει να αναπαραγάγει τον θόρυβο από το άνοιγμα και το κλείσιμο του φωτογραφικού φακού ή η γαλλική λέξη gaz, που είναι μια αλλοίωση… … Dictionary of Greek